πισσάσφαλτος

πισσάσφαλτος
η
άλλη ονομασία της καθαρής ασφάλτου, η μάλθα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πισσάσφαλτος — compound of asphalt and pitch fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισσάσφαλτος — η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α νεοελλ. ονομασία τής φυσικής ή τής κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα αρχ. κράμα πίσσας και ασφάλτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος] …   Dictionary of Greek

  • πιττάσφαλτος — πισσάσφαλτος , πισσάσφαλτος compound of asphalt and pitch fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • pisasfalto — (Del gr. pissa, pez + asphaltos , asfalto.) ► sustantivo masculino Tipo de asfalto semejante a la pez. * * * pisasfalto (del lat. «pissasphaltos», del gr. «pissásphaltos») m. Variedad de asfalto de consistencia parecida a la de la pez. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • μάλθα — και μάλθη, η (Α μάλθα και μάλθη) [μαλθακός] μίγμα από κερί και πίσσα ή μούργα λαδιού, που χρησιμοποιείται συνήθως για το καλαφάτισμα τών πλοίων νεοελλ. πυκνόρρευστο φυσικό προϊόν τού πετρελαίου, ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ πετρελαίου και ασφάλτου, η …   Dictionary of Greek

  • pisasfalto — (Del lat. pissasphaltos, y este del gr. πισσάσφαλτος). m. Variedad de asfalto de consistencia parecida a la de la pez …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”